- ἀψυχαγώγητος
- ἀψῡχ-ᾰγώγητος, ον,A not rejoicing the heart, Plb.9.1.5. Adv.
-τως
without being comforted,Jul.
Or.8.252a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-τως
without being comforted,Jul.
Or.8.252a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αψυχαγώγητος — η, ο (Α ἀψυχαγώγητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν ψυχαγωγήθηκε αρχ. αυτός που δεν ψυχαγωγεί … Dictionary of Greek
αψυχαγώγητος — η, ο αυτός που δεν ψυχαγωγήθηκε: Τα παιδιά δεν πρέπει να μένουν αψυχαγώγητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀψυχαγωγήτως — ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart adverbial ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψυχαγώγητον — ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart masc/fem acc sg ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)